Připojený στα ελληνικά
Μετάφραση: připojený, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεργός, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, συνημμένο, επισυνάπτεται, συνημμένη, που επισυνάπτεται, επισυνάπτονται
Μεταφράσεις
- bulvár στα ελληνικά - λεωφόρος, λεωφόρο, Boulevard, λεωφόρου
- jehlan στα ελληνικά - πυραμίδα, πυραμίδας, πυραμίδων, της πυραμίδας, πυραμίδος
- konstituční στα ελληνικά - συνταγματικός, συνταγματικές, συνταγματική, συνταγματικής, συνταγματικό
- netrpělivý στα ελληνικά - ανυπόμονος, ανυπόμονοι, ανυπόμονους, ανυπόμονη, ανυπόμονο
Τυχαίες λέξεις
Připojený στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεργός, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, συνημμένο, επισυνάπτεται, συνημμένη, που επισυνάπτεται, επισυνάπτονται
Μεταφράσεις: συνεργός, συμπλήρωμα, αναπληρωτής, συνημμένο, επισυνάπτεται, συνημμένη, που επισυνάπτεται, επισυνάπτονται