Parfemovat στα ελληνικά
Μετάφραση: parfemovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οσμή, ευωδία, μυρωδιά, άρωμα, αρωματοποιία, αρώματα, Αρωματοποιίας, Αρωμάτων, προϊόντα αρωματοποιίας
Μεταφράσεις
- inkvizice στα ελληνικά - ανάκριση, Ιερά Εξέταση, Ιεράς Εξέτασης, Εξέτασης, Ιεράς Εξετάσεως
- intelektuálně στα ελληνικά - διανοητικά, πνευματικά, πνευματική, διανοητικώς, νοητικά
- kolínko στα ελληνικά - γόνατο, κόμβος, κόμβο, κόμβου, κόμβων, τον κόμβο
- kritizovat στα ελληνικά - κριτικάρω, κατακρίνω, μέμφομαι, κριτής, σχόλιο, επικρίνω, ψέγω, ...
Τυχαίες λέξεις
Parfemovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οσμή, ευωδία, μυρωδιά, άρωμα, αρωματοποιία, αρώματα, Αρωματοποιίας, Αρωμάτων, προϊόντα αρωματοποιίας
Μεταφράσεις: οσμή, ευωδία, μυρωδιά, άρωμα, αρωματοποιία, αρώματα, Αρωματοποιίας, Αρωμάτων, προϊόντα αρωματοποιίας