Plyn στα ελληνικά
Μετάφραση: plyn, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βενζίνη, αέριο, αερίου, αερίων, φυσικού αερίου, φυσικό αέριο
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- demagogický στα ελληνικά - δημαγωγικός, δημαγωγικές, δημαγωγική, δημαγωγικό, δημαγωγικά
- difrakce στα ελληνικά - περίθλαση, διάθλαση, περίθλασης, διάθλασης, περιθλάσεως
- dávkování στα ελληνικά - δοσολογία, δόση, δοσολογίας, δόσης, δόσεως
- hvězdářství στα ελληνικά - αστρονομία, κοιτούσαμε τα αστέρια, stargazing, αστρονομικούς παρατηρητές, και αστρονομικούς παρατηρητές
Τυχαίες λέξεις
Plyn στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βενζίνη, αέριο, αερίου, αερίων, φυσικού αερίου, φυσικό αέριο
Μεταφράσεις: βενζίνη, αέριο, αερίου, αερίων, φυσικού αερίου, φυσικό αέριο