Pojem στα ελληνικά

Μετάφραση: pojem, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
έννοια, σύλληψη, ιδέα, αντίληψη, έννοιας, άποψη
Pojem στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • anarchistický στα ελληνικά - αναρχικός, αναρχική, αναρχικό, αναρχικών, αναρχικού
  • demolice στα ελληνικά - κατεδάφιση, κατεδάφισης, κατεδαφίσεων, κατεδαφίσεις, την κατεδάφιση
  • oblačný στα ελληνικά - συννεφιασμένος, νεφελώδης, θολό, συννεφιασμένο, νεφελώδες
  • odpovídat στα ελληνικά - αντιστοιχώ, απάντηση, συμφωνώ, απαντώ, ανταποκρίνομαι, απάντησης, απάντησή, ...
Τυχαίες λέξεις
Pojem στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: έννοια, σύλληψη, ιδέα, αντίληψη, έννοιας, άποψη