Λέξη: φιλοσοφικός

Σχετικές λέξεις: φιλοσοφικός

φιλοσοφικός λόγος βιβλίο μαθητή, φιλοσοφικός λόγος βιβλίο του καθηγητή, φιλοσοφικός ρεαλισμός, φιλοσοφικός λόγος, φιλοσοφικός λόγος γ λυκείου κεε, φιλοσοφικός λόγος γ λυκείου απαντησεις, φιλοσοφικός στοχασμός, φιλοσοφικός λόγος γ λυκείου μεταφρασεις, φιλοσοφικός λόγος γ λυκείου εισαγωγή

Μεταφράσεις: φιλοσοφικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
philosophical, philosophic, the philosophical, after philosophical
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
filosófico, filosófica, filosóficas, filosóficos, filosofía
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
philosophischen, philosophisch, philosophische, philosophischer, philosophisches
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
philosophique, philosophiques, philosophie, philosophe
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
filosofico, filosofica, filosofiche, filosofici, filosofia
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
filosófico, filosófica, filosóficas, filosóficos, filosofia
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
filosofisch, wijsgerig, filosofische, wijsgerige, levensbeschouwelijke
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
философский, философская, философское, философской, философские
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
filosofisk, filosofiske
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
filosofiska, filosofisk, filosofiskt, den filosofiska
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
filosofinen, filosofisia, filosofista, filosofisen, filosofisten
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
filosofiske, filosofisk, den filosofiske
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
filozofický, filozofické, filozofická, filosofický, filosofické
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
filozoficzny, filozoficzne, filozoficzna, filozoficznych, filozoficznym
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
filozófiai, megadó, bölcseleti, bölcsészeti, filozófusi, világnézeti, a filozófiai, filozofikus
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
felsefi, felsefî, felsefe, felsefi bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
філософський, філософічний, філософське, філософська, філософського
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
filozofik, filozofike, filosofike, filozofike e
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
философски, философска, философско, философската, философското
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
філасофскі, філасофскае, філязофскі
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
filosoofiline, filosoofiliste, filosoofilised, filosoofilise, filosoofilisi
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
filozofski, filozofska, filozofsko, filozofske, filozofskih
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
heimspeki, heimspekilegar, heimspekileg, heimspekilegu, heimspekilega
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
filosofinis, filosofinė, filosofinių, filosofinės, filosofine
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
filozofisks, filozofisko, filozofiskā, filozofiska, filozofiski
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
филозофски, филозофска, филозофско, филозофските, философски
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
filozofic, filosofic, filosofică, filosofice, filozofică
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
filozofski, filozofsko, filozofska, filozofske, filozofskih
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
filozofický, filozofickému, filozofického, filozofické
Τυχαίες λέξεις