Potřebovat στα ελληνικά

Μετάφραση: potřebovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χρειάζομαι, απαιτώ, ανάγκη, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε
Potřebovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • deklamovat στα ελληνικά - αλαζονικό παραλήρημα, κομπάζω, στόμφος, αλαζονικό, κομπάζει
  • děkan στα ελληνικά - κοσμήτορας, πρύτανης, Dean, κοσμήτορα, πρύτανη
  • fušerství στα ελληνικά - bungling
  • múza στα ελληνικά - ρεμβάζω, μούσα, Muse, η μούσα, μούσας, μούσα του
Τυχαίες λέξεις
Potřebovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χρειάζομαι, απαιτώ, ανάγκη, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε