Potupit στα ελληνικά
Μετάφραση: potupit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οργή, προσβολή, δυσμένεια, προπηλακίζω, ατιμία, ντροπή, dishonor, την ατίμωση, ατιμίαν
Μεταφράσεις
- cenzura στα ελληνικά - λογοκρισία, λογοκρισίας, τη λογοκρισία, η λογοκρισία, της λογοκρισίας
- klerik στα ελληνικά - υπάλληλος, κληρικός, κληρικού, κληρικό, cleric
- královražda στα ελληνικά - βασιλοκτονία, βασιλοκτόνος, βασιλοκτονίας, Regicide, αναρχία
- odjezd στα ελληνικά - απόκλιση, αναχώρηση, αρχή, ξεκίνημα, αρχίζω, ξεκινώ, αναχώρησης, ...
Τυχαίες λέξεις
Potupit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οργή, προσβολή, δυσμένεια, προπηλακίζω, ατιμία, ντροπή, dishonor, την ατίμωση, ατιμίαν
Μεταφράσεις: οργή, προσβολή, δυσμένεια, προπηλακίζω, ατιμία, ντροπή, dishonor, την ατίμωση, ατιμίαν