Povýšení στα ελληνικά

Μετάφραση: povýšení, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αυξάνομαι, ύψωση, ανατέλλω, ορθώνομαι, ανάδειξη, προώθηση, ανάβαση, ανύψωση, προαγωγή, αύξηση, προβολή, προώθησης, την προώθηση
Povýšení στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bavlník στα ελληνικά - βαμβακερός, βαμβάκι, βαμβακερό, βαμβακιού, το βαμβάκι, βάμβακος, βαμβακερά
  • heretik στα ελληνικά - αιρετικός, αιρετικό, αιρετική, αιρετικού, αιρετικές
  • mítink στα ελληνικά - αναμέτρηση, συλλαλητήριο, ράλι, αγώνα, αγώνας, rally
  • nános στα ελληνικά - πρόσχωμα, κατακάθι, ιλύς, προσαύξηση, πρόσφυση, επαναθέτω, ίζημα, ...
Τυχαίες λέξεις
Povýšení στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αυξάνομαι, ύψωση, ανατέλλω, ορθώνομαι, ανάδειξη, προώθηση, ανάβαση, ανύψωση, προαγωγή, αύξηση, προβολή, προώθησης, την προώθηση