Pravítko στα ελληνικά
Μετάφραση: pravítko, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρίγα, αποφασίζω, χάρακας, κανόνας, ιθύνω, βασιλεύω, κυβερνήτης, χάρακα, ηγεμόνα, κυβερνήτη
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- administrativní στα ελληνικά - διαχειριστικός, διοικητικός, διοικητικές, διοικητικών, διοικητική, διοικητικής
- etapa στα ελληνικά - γύρος, φάση, πλαταγίζω, σκηνή, πόδι, στάδιο, σκηνοθετώ, ...
- nepokojný στα ελληνικά - θυελλώδης, πολυτάραχος, ανυπόμονος, ανήσυχος, ανήσυχο, ανήσυχων, ανήσυχη, ...
- notorický στα ελληνικά - συνηθισμένος, κοινός, διαβόητος, περιβόητος, διαβόητη, περιβόητη, περιβόητο
Τυχαίες λέξεις
Pravítko στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρίγα, αποφασίζω, χάρακας, κανόνας, ιθύνω, βασιλεύω, κυβερνήτης, χάρακα, ηγεμόνα, κυβερνήτη
Μεταφράσεις: ρίγα, αποφασίζω, χάρακας, κανόνας, ιθύνω, βασιλεύω, κυβερνήτης, χάρακα, ηγεμόνα, κυβερνήτη