Primární στα ελληνικά
Μετάφραση: primární, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πρώτος, προϊστορικός, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Μεταφράσεις
- brutálnost στα ελληνικά - κτηνωδία, φαυλότητα, κακία, κακοήθεια, μοχθηρότητα, την κακία
- imanentní στα ελληνικά - έμφυτος, εμμενή, ενυπάρχουσα, έμμονο, εμμενές
- mírný στα ελληνικά - γαλήνιος, ήρεμος, ελαφρύς, άτολμος, πειθήνιος, μπόσικος, ήπιος, ...
- nárok στα ελληνικά - απαίτηση, αξίωση, ισχυρισμός, ζητώ, ισχυρίζομαι, εκζήτηση, διεκδίκηση, ...
Τυχαίες λέξεις
Primární στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πρώτος, προϊστορικός, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια
Μεταφράσεις: πρώτος, προϊστορικός, πρωταρχικός, πρωτογενούς, πρωτογενή, πρωταρχικό, πρωτοβάθμια