Protrhnout στα ελληνικά
Μετάφραση: protrhnout, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θλάση, θραύση, ξεσπώ, ξέσπασμα, ρήξη, ρήξης, διάρρηξη, θραύσης
Μεταφράσεις
- abdikovat στα ελληνικά - αποποιούμαι, αποκηρύσσω, εγκαταλείπω, παραιτούμαι, παραιτηθεί, απαρνηθούν τις, παραιτείται από την
- naběračka στα ελληνικά - σέσουλα, κουτάλα, κουταλιά, μεζούρα, scoop
- obchodování στα ελληνικά - κυκλοφορία, δοσοληψία, εμπορία, Trading, Συναλλαγών, Πρόσωπα, Συναλλαγές
- obírat στα ελληνικά - μαζεύω, κασμάς, συλλέγω, ληστεύω, Rob, ληστέψει, ληστεύουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Protrhnout στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θλάση, θραύση, ξεσπώ, ξέσπασμα, ρήξη, ρήξης, διάρρηξη, θραύσης
Μεταφράσεις: θλάση, θραύση, ξεσπώ, ξέσπασμα, ρήξη, ρήξης, διάρρηξη, θραύσης