Rekvírovat στα ελληνικά
Μετάφραση: rekvírovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίταξη, επιτάξεως, επίταξης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- automobilista στα ελληνικά - οδηγός, οδηγός αυτοκινήτου, οδηγό του αυτοκινήτου, αυτοκίνητο οδηγός, οδηγούς με σπορ
- gynekologie στα ελληνικά - γυναικολογία, γυναικολογίας, της γυναικολογίας, Gynecology, τη γυναικολογία
- hynout στα ελληνικά - ατονώ, πεύκο, χάνομαι, φορούν, φορέσει, φοράτε, φθορά, ...
- magický στα ελληνικά - μαγεία, μαγικός, ιατρικό, μαγικό, μαγική, μαγείας
Τυχαίες λέξεις
Rekvírovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίταξη, επιτάξεως, επίταξης
Μεταφράσεις: επίταξη, επιτάξεως, επίταξης