Λέξη: ομελέτα
Σχετικές λέξεις: ομελέτα
ομελέτα φούρνου, ομελέτα με λαχανικά, ομελέτα με πατάτες, ομελέτα με πατάτες στο φούρνο, ομελέτα συνταγή, ομελέτα με βρώμη, ομελέτα θερμίδες, ομελέτα με λουκάνικα, ομελέτα με σπαράγγια, ομελέτα στο φούρνο
Μεταφράσεις: ομελέτα
ομελέτα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
omelette, omelet, scrambled eggs, scrambled, an omelette
ομελέτα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
tortilla, tortilla de, omelette, de tortilla, la tortilla
ομελέτα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
omelette, Omelett, Omelette, Omeletts, Tortilla, Omelett mit
ομελέτα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
omelette, l'omelette, omelettes, omelette de, omelette aux
ομελέτα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frittata, omelette, frittata di, la frittata, frittate
ομελέτα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
omelete, omeleta, omelete de, omelette, de omelete
ομελέτα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
omelet, struif, omelette, omelet gehad, omelet van, De omelet
ομελέτα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
омлет, яичница, омлета, омлетом, яичницу
ομελέτα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
omelett, omelette
ομελέτα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
omelett, omeletten, omelette
ομελέτα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
munakas, omelette, munakasta, omeletti, munakkaan
ομελέτα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
omelet, æggekage, omelette
ομελέτα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
omeleta, omeletou, omeletu, vaječná omeleta, omeleta s
ομελέτα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
omlet, omelette, omlety
ομελέτα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
omlett, omlettet, omelette, omlettel
ομελέτα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
omlet, omelette, bir omlet
ομελέτα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
омлет
ομελέτα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
omleta, omëletë
ομελέτα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
омлет, омлети, омлета, омлет с
ομελέτα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
амлет, омлет
ομελέτα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
omlett, Munakas, omletti, omleti, omelette
ομελέτα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
omlet, kajgana, omlet od
ομελέτα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eggjaköku, Eggjakaka, Omelette
ομελέτα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
omletas, omelette, omletas su, kiaušinėnė, kiaušinienė
ομελέτα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
omlete, omleti
ομελέτα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
омлет
ομελέτα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
omletă, omleta, omletă cu, omletei, de omletă
ομελέτα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
omleta, omelette, omleto, omlete
ομελέτα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
omeleta
Στατιστικά δημοτικότητας: ομελέτα
Τυχαίες λέξεις