Rozšířit στα ελληνικά
Μετάφραση: rozšířit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επεκτείνω, μοιράζω, πλαταίνω, διευρύνω, φουσκώνω, διασπείρω, εκτείνομαι, διαδίδω, εκτείνω, φαρδαίνω, αυξάνω, απλώνω, απονέμω, επέκταση, διαστέλλω, διανέμω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- archeoložka στα ελληνικά - αρχαιολογικός, αρχαιολόγος, αρχαιολόγο, αρχαιολόγου, ο αρχαιολόγος, τον αρχαιολόγο
- autoritativní στα ελληνικά - απολυταρχικός, επιβλητικός, έγκυρος, επιτακτικός, επίσημος, έγκυρες, έγκυρη, ...
- korporace στα ελληνικά - συντεχνία, εταιρεία, Corporation, εταιριών, εταιρία, των εταιριών
- oslavit στα ελληνικά - εορτάζω, γιορτάζω, γιορτάσουν, γιορτάσουμε, γιορτάσει, γιορτάζουν
Τυχαίες λέξεις
Rozšířit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επεκτείνω, μοιράζω, πλαταίνω, διευρύνω, φουσκώνω, διασπείρω, εκτείνομαι, διαδίδω, εκτείνω, φαρδαίνω, αυξάνω, απλώνω, απονέμω, επέκταση, διαστέλλω, διανέμω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Μεταφράσεις: επεκτείνω, μοιράζω, πλαταίνω, διευρύνω, φουσκώνω, διασπείρω, εκτείνομαι, διαδίδω, εκτείνω, φαρδαίνω, αυξάνω, απλώνω, απονέμω, επέκταση, διαστέλλω, διανέμω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί