Samotářský στα ελληνικά
Μετάφραση: samotářský, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μόνο, μόνος, μοναχικός, γλώσσα, ασυντρόφευτος, πέλμα, απόκοσμος, μονήρης, μοναχική, μοναχικό, μοναχικά, μοναχικές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jednotlivost στα ελληνικά - λεπτομέρεια, απαριθμώ, μοναδικότητα, ιδιομορφία, ιδιαιτερότητα, ιδιομορφίας, ανωμαλία
- ježatý στα ελληνικά - μαλλιαρός, δασύς, τραχύς, σκληρός, πρόχειρος, τριχωτός, σκληρότριχος, ...
- lopata στα ελληνικά - τσάπα, σέσουλα, κουπί, μυστρί, φτυάρι, σκαπάνη, φτυαριστές, ...
- mastit στα ελληνικά - γράσο, λιπαντικό, λαρδί, το λαρδί, λαρδιού, του saindoux, χοιρινό λίπος
Τυχαίες λέξεις
Samotářský στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μόνο, μόνος, μοναχικός, γλώσσα, ασυντρόφευτος, πέλμα, απόκοσμος, μονήρης, μοναχική, μοναχικό, μοναχικά, μοναχικές
Μεταφράσεις: μόνο, μόνος, μοναχικός, γλώσσα, ασυντρόφευτος, πέλμα, απόκοσμος, μονήρης, μοναχική, μοναχικό, μοναχικά, μοναχικές