Λέξη: καλύβα

Σχετικές λέξεις: καλύβα

καλύβα χρηστάκη, καλύβα αικατερίνη, καλύβα ευαγγελία, καλύβα κατασκήνωση, καλύβα ψηλά στο βουνό, καλύβα μαρία, καλύβα στέλλα, καλύβα ευφροσύνη, καλύβα φρόσω, καλύβα του μπάρμπα θωμά

Συνώνυμα: καλύβα

καλύβη, καμπίνα, θάλαμος πλοίου, καλύβι, παλιόσπιτο, εξοχικό σπίτι, έπαυλη, μικρή εξοχική οικία

Μεταφράσεις: καλύβα

καλύβα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
shed, hut, shack, cabin, cottage, the hut

καλύβα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
hangar, rancho, choza, casucha, cobertizo, cabaña, barraca, cabaña de, choza de, la choza

καλύβα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hütte, baracke, gartenschuppen, schuppen, vergießen, Hütte, Hütten, hut

καλύβα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
kiosque, appentis, baraquement, resserre, dépôt, hutte, verser, taudis, stand, bicoque, baraque, case, égarer, cabane, remise, perdre, refuge

καλύβα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
capannone, capanna, baracca, hangar, tettoia, bicocca, rifugio, capanna di, hut

καλύβα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bagaço, cabana, barraca, choupana, verter, celeiro, vertente, tesoura, tenda, choça, guarita, hut, cabana de

καλύβα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tent, barak, afdak, loods, huisje, kraam, luifel, stalletje, keet, hut, stulp, schuur, hut van, De hut, De hut van, hutje

καλύβα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
пролить, изба, облиться, избушка, источать, изливать, распространять, струить, барак, сарай, излить, хибара, дом, ронять, навес, сбрасывать, хижина, хижины, хижине, домик, хата

καλύβα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hytte, skur, brakke, hut, hytta, hytten

καλύβα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
skjul, kåk, koja, hut, hydda, stugan, hyddan

καλύβα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kota, vaja, katos, parakki, lato, maja, mökki, koju, hökkeli, kaataa, aitta, varistaa, pirtti, liiteri, Hut, tupa

καλύβα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
barak, hytte, hytten, hut

καλύβα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hangár, chatrč, vozovna, shodit, barák, kolna, kůlna, bouda, ztrácet, chýše, chata, Chaty, horská chata

καλύβα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kurnik, chata, promieniować, uronić, chałupa, wydzielać, komórka, szałas, remiza, gubić, budka, szopa, zrzucać, chatka, zajezdnia, buda, barak

καλύβα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gépszín, kocsiszín, barakk, fészer, pajta, kunyhó, Hut, kunyhóban, Alpesi hütte, kunyhót

καλύβα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
hangar, kulübe, sundurma, baraka, Hut, bir kulübe, kulübesi, kulübeleri

καλύβα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
піддашшя, хата, хижка, елінг, утрачати, депо, ллючи, халупа, хатина, колиба, хижа, Хатинка

καλύβα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
barakë, derdh, kolibe, kasolle, bun, shtëpizë, kasolle të

καλύβα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
навес, хижа, Hut, колиба, Хът, колибата

καλύβα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
хаціна, халупа, хаціны

καλύβα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
osmik, hütt, onn, onni, Hut, onnis

καλύβα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
obasjavaju, bacati, spremište, kućica, opadati, pogon, koliba, baraka, daščara

καλύβα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skála, Kofinn, skúr, kofa, skáli

καλύβα στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
casa

καλύβα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lūšna, namelis, trobelė, barakas

καλύβα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
būda, būdu, hut, būdā

καλύβα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
колибата, колиба, барака, куќарка

καλύβα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
colibă, coliba, cabană, hut, baraca

καλύβα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
barák, Koča, dom, kabina, koče, kočo

καλύβα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
chata, chatrč, Privát, Apartmán, Penzión, chaty

Στατιστικά δημοτικότητας: καλύβα

Τυχαίες λέξεις