Shromažďovat στα ελληνικά
Μετάφραση: shromažďovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περισυλλέγω, μαζεύομαι, μαζεύω, μαζικός, συσσωρεύω, συγκεντρώνομαι, μάζα, Συλλέξτε, Μάζεψε, συλλέγουν, Collect, συλλέγει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eskadra στα ελληνικά - ίλη ιππικού, επιλαρχία, μοίρα, μοίρας, Squadron
- moped στα ελληνικά - μοτοποδήλατο, μοτοποδηλάτου, μοτοποδηλάτων, μοτοποδήλατα, του μοτοποδηλάτου
- nezainteresovaný στα ελληνικά - hands-off, μη παρεμβατικής, αγγίζουν τη γάτα
- objevitel στα ελληνικά - Discoverer, Το Discoverer, που ανακάλυψε, του Discoverer, ανακαληπτής
Τυχαίες λέξεις
Shromažďovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περισυλλέγω, μαζεύομαι, μαζεύω, μαζικός, συσσωρεύω, συγκεντρώνομαι, μάζα, Συλλέξτε, Μάζεψε, συλλέγουν, Collect, συλλέγει
Μεταφράσεις: περισυλλέγω, μαζεύομαι, μαζεύω, μαζικός, συσσωρεύω, συγκεντρώνομαι, μάζα, Συλλέξτε, Μάζεψε, συλλέγουν, Collect, συλλέγει