Slučivost στα ελληνικά

Μετάφραση: slučivost, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγχιστεία, συνάφεια, έλξη, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας
Slučivost στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dehydrovat στα ελληνικά - αφυδατώνουν, αφυδατώσει, αφυδατωθεί, αφυδατώνεται, αφυδατώνονται
  • koupání στα ελληνικά - μπάνιο, κολύμβησης, κολυμβήσεως, κολύμβηση, κολυμβητικής
  • novověký στα ελληνικά - μοντέρνος, σύγχρονος, πρώιμη σύγχρονη, πρόωρη σύγχρονη, πρώιμης σύγχρονης, αρχές της σύγχρονης, πρώιμη νεότερη
  • odstoupení στα ελληνικά - παραίτηση, εγκαρτέρηση, εγκατάλειψη, παράδοση, παράδοσης, εξαγοράς, παράδοσή
Τυχαίες λέξεις
Slučivost στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγχιστεία, συνάφεια, έλξη, συγγένεια, συγγένειας, συνάφειας, συγγενείας