Λέξη: λυκίσκος

Σχετικές λέξεις: λυκίσκος

λυκίσκος ιδιοτητες, λυκίσκος θεραπευτικες ιδιοτητες, λυκίσκος ηλιουπολη, λυκίσκος μαγια για ψωμι, λυκίσκος θεσσαλονικη, λυκίσκος αγορα, λυκίσκος βοτανο, λυκίσκος καλλιεργεια, λυκίσκος φυτο, λυκίσκος (humulus lupulus)

Συνώνυμα: λυκίσκος

πήδημα

Μεταφράσεις: λυκίσκος

λυκίσκος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hops, hop, hops are

λυκίσκος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
saltar, salto, lúpulo, hop, subir

λυκίσκος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
spritzfahrten, hopfen, hüpfen, Hopfen, springen, Hop

λυκίσκος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
houblon, sauter, hop, monter, de houblon

λυκίσκος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
luppolo, saltare, hop, salire, di luppolo

λυκίσκος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
lúpulo, salto, pular, saltar, pulo

λυκίσκος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hop, springen, spring, eilandhoppen, hinkelen

λυκίσκος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прыгать, хоп, хопа, хмеля

λυκίσκος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
hop, hopp, hoppe, hopper, å hoppe

λυκίσκος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
hop, hoppa, hopp, humle, hoppar

λυκίσκος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
humala, hypätä, hop, humalan, humalantuottajille

λυκίσκος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hop, hoppe, hopper, humle, at hoppe

λυκίσκος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
chmel, poskok, poskakovat, skákat, hopsat

λυκίσκος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
chmiel, skok, hop, chmielu, wskoczyć

λυκίσκος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
sör, komló, hop, ugorj, komlótermékek

λυκίσκος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
atlama, hop, atlayıp, atlamada, atlamak

λυκίσκος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стрибки, стрибати

λυκίσκος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i hipi, hop, hip, të hip, hipi

λυκίσκος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хмел, хоп, от хмел, хопа

λυκίσκος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
скакаць

λυκίσκος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
hüplema, hüppama, hüpe, hop, humalatoodete

λυκίσκος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
hmelj, skakutati, hop, skok, skakutanje

λυκίσκος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
step, hop, hoppa, að hoppa

λυκίσκος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šokinėti, peršokti, apynių, hop

λυκίσκος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apinis, lēkt, apiņu, hop

λυκίσκος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хоп, хопот, потскокнуваат, оп, скокаат

λυκίσκος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
hop, hamei, de hamei, sari, sară

λυκίσκος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
hop, hmelj, hmelj v, hmelja, hmeljnih

λυκίσκος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poskok

Στατιστικά δημοτικότητας: λυκίσκος

Τυχαίες λέξεις