Λέξη: φορέας
Σχετικές λέξεις: φορέας
φορέας διαχείρισης πάρνωνα, φορέας διαχείρισης ροδόπης, φορέας διαχείρισης εθνικού δρυμού ολύμπου, φορέας διαχείρισης βιστωνίδας, φορέας διαχείρισης κερκίνης, φορέας διαχείρισης πρεσπών, φορέας διαχείρισης ζακύνθου, φορέας διαχείρισης σαμαριάς, φορέας διαχείρισης αμβρακικού, φορέας διαχείρισης χελμού βουραϊκού, φορέας διαχείρισης
Συνώνυμα: φορέας
κομιστής, τραυματιοφορέας, νεκροπομπός, έδρανο, στήριγμα, μεταφορέας, μεταφορικό όχημα, σχάρα αποσκευών
Μεταφράσεις: φορέας
φορέας στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bearer, carrier, body, institution, vector, entity
φορέας στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
portador, transportista, cartero, soporte, portadora, portador de
φορέας στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bote, postbote, frachtführer, transportunternehmer, briefträger, überbringer, träger, inhaber, betreiber, Träger, Trägers
φορέας στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
sommier, préposé, portefaix, porteur, détenteur, titulaire, facteur, messager, porte-bagages, support, transporteur, porte-avions, charretier, possesseur, porteuse, porte
φορέας στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
postino, titolare, vettore, portatore, portalettere, trasportatore, supporto, carrier
φορέας στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
carteiro, transportador, portador, suporte, veículo, transportadora
φορέας στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drager, vervoerder, postbode, brievenbesteller, carrier, luchtvaartmaatschappij, maatschappij
φορέας στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
податель, курьер, багажник, трубопровод, контейнер, владелец, носильщик, почтальон, санитар, авианосец, проводник, посыльный, транспортер, подушка, возчик, подносчик, перевозчик, носитель, несущей, носителем, носителя
φορέας στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
innehaver, postbud, bærer, carrier, transportør, bære, transportøren
φορέας στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bärare, bäraren, företag, företaget
φορέας στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
haltija, lentotukialus, tuoja, kantaja, liikenteenharjoittaja, esittäjä, harjoittaja, harjoittajan, operaattorin
φορέας στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
luftfartsselskab, bærer, bæreren, luftfartsselskabet, bærestof
φορέας στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
držitel, nosič, listonoš, majitel, nositel, dopravce, nosný, doručitel, posel, povozník, doručovatel, nosičem, dopravcem, nosná
φορέας στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
bagażnik, transportowiec, przenośnik, wspornik, roznosiciel, przedstawiciel, okaziciel, przewoźnik, nosiwoda, posiadacz, posłaniec, nośnik, furman, kolektor, nosiciel, nosidełko, przewoźnika, nośnikiem, nośnej
φορέας στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
támfa, gyám, hordozó, szállító, fuvarozó, hordozót, hordozóval
φορέας στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sahip, taşıyıcı, postacı, bir taşıyıcı, taşıyıcısı, taşıyıcının
φορέας στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
транспортер, носильник, посильний, подавець, возій, той, кронштейн, носій, пред'явник, отой, кур'єр, перевізник, перевозчик
φορέας στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgarë, bartës, transportuesi, transportues, bartës i
φορέας στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
носител, превозвач, превозвачи
φορέας στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
перавозчык
φορέας στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kandja, kirjakandja, kuller, pakiraam, esitaja, vedaja, lennuettevõtja, kandjat, kandjaga
φορέας στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
kliconoša, nosilac, prijenosnik, autoprijevoznik, vozar, nositelj, nosač, vozač, poštar, prijevoznik, nosača
φορέας στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
handhafi, flytjandi, burðarefni, flutningsaðili, burðarbúnaðurinn, flutningsaðila
φορέας στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paštininkas, lėktuvnešis, vežėjas, vežėjo, vež, vežėjui, oro vežėjas
φορέας στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pastnieks, pārvadātājs, pārvadātājam, pārvadātāja, pārvadātāju
φορέας στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
превозникот, носач, носител, превозник, оператор
φορέας στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
poştaş, portavion, purtător, transportator, suport, transport, operator de transport
φορέας στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
posel, nosná, nosník, prevoznik, nosilec, prevoznika, nosilni
φορέας στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
nosná, bacilonosič, nosník, nosič, Držiak
Στατιστικά δημοτικότητας: φορέας
Τυχαίες λέξεις