Spalovat στα ελληνικά
Μετάφραση: spalovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- disputace στα ελληνικά - λογομαχία, διαπληκτίζομαι, επιχείρημα, συζήτηση, διαφωνία, αντιλογία, διενέξεως, ...
- jinotaj στα ελληνικά - αλληγορία, αλληγορίας, την αλληγορία, η αλληγορία, της αλληγορίας
- obelhat στα ελληνικά - εξαπατώ, τέχνασμα, κόλπο, τρικ, το τέχνασμα, τέχνασμα για
- odbočka στα ελληνικά - παραφυάδα, υποκατάστημα, παρακλάδι, βλαστός, κλάδος, κλαδί, υποκαταστήματος, ...
Τυχαίες λέξεις
Spalovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται
Μεταφράσεις: καίω, έγκαυμα, κάψει, κάψετε, καίνε, καίγονται