Společenství στα ελληνικά
Μετάφραση: společenství, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κοινότητα, κοινωνία, ομόνοια, συντροφιά, παρέα, συνεργασία, εταιρία, σχέση, θίασος, κοινοπολιτεία, κοινόβιο, ομήγυρη, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- fakultativní στα ελληνικά - προαιρετικός, προαιρετικό, προαιρετική, προαιρετικά, προαιρετικές
- hmatatelnost στα ελληνικά - απτότητα, απτότητας, κατανοητότητά, κατανοητότητά τους, υλική υπόσταση
- kapsička στα ελληνικά - τσέπη, τσέπης, θύλακα, την τσέπη, θήκη
- matematik στα ελληνικά - μαθηματικός, μαθηματικό, μαθηματικού
Τυχαίες λέξεις
Společenství στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κοινότητα, κοινωνία, ομόνοια, συντροφιά, παρέα, συνεργασία, εταιρία, σχέση, θίασος, κοινοπολιτεία, κοινόβιο, ομήγυρη, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας
Μεταφράσεις: κοινότητα, κοινωνία, ομόνοια, συντροφιά, παρέα, συνεργασία, εταιρία, σχέση, θίασος, κοινοπολιτεία, κοινόβιο, ομήγυρη, Κοινότητας, κοινοτικό, της Κοινότητας