Συντροφιά στα τσεχικά

Μετάφραση: συντροφιά, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kamarádství, přátelství, společenství, společnost, spolek, Doprovod, Companionship, Autoerotika
Συντροφιά στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συντροφιά

συντροφιά των εννέα, συντροφιά μου θέλω τους φτωχούς τους ταπεινούς κείνους που δεν ξέρουν παρά μόνο να μοχτούν, συντροφιά θησείου, συντροφιά με το χριστό, συντροφιά με τον αλμπέρ καμύ, συντροφιά λεξικό γλώσσας τσεχικά, συντροφιά στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • συντρίβω στα τσεχικά - úder, vrhnout, lízat, pomlčka, mrštit, vylízat, praštit, ...
  • συντριπτικός στα τσεχικά - mačkání, drcení, zdrcující, drtivý, drcením, rozdrcení
  • συνυπάρχω στα τσεχικά - koexistovat, koexistují, existovat vedle sebe, existovat společně, vedle sebe existují
  • συνωμοσία στα τσεχικά - osnova, pikle, intrika, zápletka, děj, komplot, nákres, ...
Τυχαίες λέξεις
Συντροφιά στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: kamarádství, přátelství, společenství, společnost, spolek, Doprovod, Companionship, Autoerotika