Terén στα ελληνικά
Μετάφραση: terén, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χωράφι, πεδίο, προσαράσσω, έδαφος, γη, τομέας, εδάφους, εδάφη, έδαφους, έκταση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beton στα ελληνικά - συγκεκριμένος, σκυρόδεμα, μπετό, μπετόν, σκυροδέματος, συγκεκριμένα, συγκεκριμένες, ...
- drzý στα ελληνικά - αλαζόνας, ξετσίπωτος, υπεροπτικός, αγροίκος, υπερόπτης, αλαζονικός, αδιάντροπος, ...
- neodpovědný στα ελληνικά - ανεύθυνος, ανεξήγητος, ασύδοτη, λογοδοτούν, ασύδοτης, ανεύθυνη
- odlehlý στα ελληνικά - δόλιος, απόμακρος, απομακρυσμένος, ψυχρός, απόκεντρος, ύπουλος, μακρινός, ...
Τυχαίες λέξεις
Terén στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χωράφι, πεδίο, προσαράσσω, έδαφος, γη, τομέας, εδάφους, εδάφη, έδαφους, έκταση
Μεταφράσεις: χωράφι, πεδίο, προσαράσσω, έδαφος, γη, τομέας, εδάφους, εδάφη, έδαφους, έκταση