Ujišťovat στα ελληνικά

Μετάφραση: ujišťovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιστοποιώ, βεβαιώνω, αποδεικνύω, διαβεβαιώνω, εξασφαλίζοντας, διασφαλίζοντας, διασφάλιση, εξασφάλιση, την εξασφάλιση
Ujišťovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bod στα ελληνικά - κομμάτι, σημαίνω, τσιτώνω, δείχνω, επισημαίνω, σημειώνω, κουκίδα, ...
  • ledabylost στα ελληνικά - αμέλεια, αμελώ, απροσεξία, απροσεξίας, αμέλειας, ανεμελιά
  • lhostejnost στα ελληνικά - αδράνεια, νωθρότητα, αποκόλληση, αδιαφορία, απάθεια, αδιαφορίας, την αδιαφορία, ...
  • nafukovat στα ελληνικά - εξογκώνω, πρήζω, φουσκώνω, φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, ...
Τυχαίες λέξεις
Ujišťovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιστοποιώ, βεβαιώνω, αποδεικνύω, διαβεβαιώνω, εξασφαλίζοντας, διασφαλίζοντας, διασφάλιση, εξασφάλιση, την εξασφάλιση