Ukořistit στα ελληνικά
Μετάφραση: ukořistit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, καταλαμβάνω, κατάσχω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ateista στα ελληνικά - άθεος, αθεϊστής, άθεο, αθεϊστική, αθεϊστή
- epoleta στα ελληνικά - βάτες, epaulette
- nesvár στα ελληνικά - διχόνοια, ασυμφωνία, έριδος, διχόνοιας, έριδας
- nomenklatura στα ελληνικά - ονοματολογία, νομενκλατούρα, νομενκλατούρας, νομενκλατούρα της, της νομενκλατούρας
Τυχαίες λέξεις
Ukořistit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, καταλαμβάνω, κατάσχω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση
Μεταφράσεις: αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, καταλαμβάνω, κατάσχω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση