Umožnit στα ελληνικά

Μετάφραση: umožnit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επιτρέπω, αφήνω, ενεργοποιήσετε, επιτρέψουν, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει
Umožnit στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dlužit στα ελληνικά - χρωστώ, οφείλω, οφείλουμε, οφείλουν, οφείλετε, χρωστάμε
  • družný στα ελληνικά - φιλικός, κοινωνικός, αγελαίος, κοινωνικό, κοινωνικότητα, κοινωνικοί, κοινωνικά
  • kosmologie στα ελληνικά - κοσμολογία, κοσμολογίας, την κοσμολογία, της κοσμολογίας, η κοσμολογία
  • lihovarnictví στα ελληνικά - Απόσταξη, Διύλιση, οινοπνευματοποιίας, απόσταξης, οποίο αποστάζει
Τυχαίες λέξεις
Umožnit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επιτρέπω, αφήνω, ενεργοποιήσετε, επιτρέψουν, επιτρέπουν, επιτρέψει, επιτρέπει