Vertikální στα ελληνικά
Μετάφραση: vertikální, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δοκάρι, τίμιος, κάθετος, όρθιος, κατακόρυφος, κάθετη, κατακόρυφη, κατακόρυφο
Μεταφράσεις
- beztrestnost στα ελληνικά - ασυδοσία, ατιμωρησία, ατιμωρησίας, της ατιμωρησίας, την ατιμωρησία, η ατιμωρησία
- kajícnost στα ελληνικά - συντριβή, μεταμέλεια, συντριβής, κατάνυξη, μετάνοια
- lakonický στα ελληνικά - λακωνικός, λακωνική, λακωνικό, λακωνικές, λακωνικά
- nečestně στα ελληνικά - ανέντιμα, δολίως, τρόπο αθέμιτο, κατά τρόπο αθέμιτο, δόλιο τρόπο
Τυχαίες λέξεις
Vertikální στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δοκάρι, τίμιος, κάθετος, όρθιος, κατακόρυφος, κάθετη, κατακόρυφη, κατακόρυφο
Μεταφράσεις: δοκάρι, τίμιος, κάθετος, όρθιος, κατακόρυφος, κάθετη, κατακόρυφη, κατακόρυφο