Λέξη: συνοχή
Σχετικές λέξεις: συνοχή
συνοχή συνώνυμα, συνοχή παραγράφου, συνοχή κειμένου, συνοχή συνεκτικότητα, συνοχή παραγράφων, συνοχή συνεκτικότητα ασκήσεις, συνοχή συνώνυμο, συνοχή και συνεκτικότητα κειμένου, συνοχή παραγράφου ασκήσεις, συνοχή και συνεκτικότητα
Συνώνυμα: συνοχή
αλληλουχία, λογικός ειρμός, συνειρμός, συνεκτικότητα, συνέπεια, συνάφεια, ειρμός, συνέχεια, πυκνότητα, σταθερότητα, περιορισμός, ανάσχεση
Μεταφράσεις: συνοχή
συνοχή στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
cohesion, consistency, coherence, continuity, consistent
συνοχή στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
cohesión, la cohesión, de cohesión
συνοχή στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
kohäsion, kohärenz, zusammenhalt, zusammenhang, Zusammenhalt, Kohäsion, Kohäsions, Zusammenhalts, die Kohäsions
συνοχή στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cohésion, consistance, cohérence, la cohésion, de cohésion, de la cohésion
συνοχή στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
coerenza, coesione, di coesione, la coesione, della coesione
συνοχή στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
coesão, de coesão, a coesão, da coesão
συνοχή στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
samenhang, cohesie, cohesiebeleid, de cohesie
συνοχή στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сплоченность, сплочённость, спаянность, сцепление, связь, зацепление, сплоченности, единство, когезии
συνοχή στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
sammenheng, samhold, samholdet, utjevning, samhørighet
συνοχή στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
sammanhållning, sammanhållningen, sammanhållnings
συνοχή στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yhtenäisyys, koheesio, yhteenkuuluvuuden, yhteenkuuluvuutta, yhteenkuuluvuus, koheesion
συνοχή στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
samhørighed, samhørigheden, sammenhæng, sammenhængskraft
συνοχή στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
soudržnost, souvislost, soudržnosti, kohezní, soudržností
συνοχή στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zwartość, spoistość, spójność, kohezja, spójności, spójności na
συνοχή στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
összetapadás, kohézió, kohéziós, a kohéziós, kohéziót, kohézióra
συνοχή στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bağlılık, birleşme, uyum, kohezyon, bağıntısı
συνοχή στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зв'язаний, згуртованість, зчеплення, когезія, єдність
συνοχή στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kohezion, kohezioni, kohezionit, kohezionin, e kohezionit
συνοχή στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
кохезия, сплотеност, сближаване, на сближаване, сближаването
συνοχή στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
згуртаванасць, з'яднанасць, згуртаванасьць, еднасць
συνοχή στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kohesioon, sidusus, ühtekuuluvus, ühtekuuluvuse, ühtekuuluvust, ühtekuuluvuspoliitika, ühtekuuluvusele
συνοχή στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povezanost, povezanosti, kohezija, kohezije, koheziju, kohezijske
συνοχή στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samheldni, samloðun
συνοχή στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sanglauda, sanglaudos, sanglaudą, sanglaudai
συνοχή στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kohēzija, kohēzijas, kohēziju, kohēzijai
συνοχή στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кохезија, кохезијата, кохезионата, единство
συνοχή στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
coerenţă, coeziune, de coeziune, coeziunea, coeziunii, a coeziunii
συνοχή στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kohezija, kohezijo, kohezijska, kohezije, kohezijske
συνοχή στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
súdržnosť, súdržnosti, súlad, konzistentnosť, kohéziu
Στατιστικά δημοτικότητας: συνοχή
Τυχαίες λέξεις