Vstřikovat στα ελληνικά

Μετάφραση: vstřikovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εμφυσώ, εισάγω, έγχυση, ένεση, ενέσιμη, ενέσιμη χρήση, ενέσιμης
Vstřikovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • duševnost στα ελληνικά - νοοτροπία, νοοτροπίας, τη νοοτροπία, η νοοτροπία, νοοτροπία του
  • feudalismus στα ελληνικά - φεουδαρχία, φεουδαρχίας, τη φεουδαρχία, φεουδαλισμού, την φεουδαρχία
  • hovornost στα ελληνικά - πολυλογία, ομιλητικότητα, ομιλητικότης, την ομιλητικότητα
  • korveta στα ελληνικά - κορβέτα, Corvette, κορβέτας, πλοίο, της Corvette
Τυχαίες λέξεις
Vstřikovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εμφυσώ, εισάγω, έγχυση, ένεση, ενέσιμη, ενέσιμη χρήση, ενέσιμης