Vyšetřovat στα ελληνικά
Μετάφραση: vyšetřovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανακρίνω, έρευνα, εξετάζω, αναζήτηση, ερωτώ, ερευνώ, διερευνήσει, διερεύνηση, να διερευνήσει, ερευνήσει, τη διερεύνηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- cestující στα ελληνικά - δρομολόγιο, επιβάτης, ταξιδιώτης, φαγητό, επιβάτες, οι επιβάτες, επιβατών, ...
- dýka στα ελληνικά - μαχαίρι, στιλέτο, εγχειρίδιο, σταυρό, με σταυρό
- filtrování στα ελληνικά - διήθηση, Φιλτράρισμα, το Φιλτράρισμα, Φιλτράρισμα των, το Φιλτράρισμα των, Φιλτραρίσματος
- labuť στα ελληνικά - κύκνος, Swan, κύκνο, κύκνου, Κύκνων
Τυχαίες λέξεις
Vyšetřovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανακρίνω, έρευνα, εξετάζω, αναζήτηση, ερωτώ, ερευνώ, διερευνήσει, διερεύνηση, να διερευνήσει, ερευνήσει, τη διερεύνηση
Μεταφράσεις: ανακρίνω, έρευνα, εξετάζω, αναζήτηση, ερωτώ, ερευνώ, διερευνήσει, διερεύνηση, να διερευνήσει, ερευνήσει, τη διερεύνηση