Λέξη: αποδοτικός

Σχετικές λέξεις: αποδοτικός

αποδοτικός αλγόριθμος, αποδοτικός συνώνυμο, αποδοτικός συνώνυμα, αποδοτικός στα αγγλικά, αποδοτικός in english, αποδοτικός αντώνυμο, αποδοτικός τρόπος διαβάσματος

Συνώνυμα: αποδοτικός

ικανός, δραστήριος, αποτελεσματικός, παραγωγικός, προσοδοφόρος, επικερδής, κερδοφόρος, επωφελής

Μεταφράσεις: αποδοτικός

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
efficient, rewarding, profitable, productive, effective
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
capaz, productivo, eficaz, eficiente, eficientes, eficiencia, eficiente de
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wirkungsvoll, leistungsfähig, vergeltend, effizient, belohnend, wirtschaftlich, effiziente, effizienten, effizienter
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
adroit, rémunérateur, efficace, apte, avantageux, actif, habile, effectif, compétent, capable, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
efficiente, efficace, efficienti, efficienza, efficaci
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
eficiente, eficaz, eficientes, eficiência, eficazes
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
werkend, doelmatig, doeltreffend, efficiënte, efficiënt, efficiënter, doeltreffende
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
расторопный, рациональный, рукастый, боеспособный, работоспособный, подготовленный, продуктивный, распорядительный, оперативный, действенный, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
effektiv, effektive, effektivt
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
verksam, effektiv, effektivt, effektiva, effektivare
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
työteliäs, näpsäkkä, tomera, edullinen, sykähdyttävä, ripeä, antoisa, tehokas, palkitseva, tehokkaan, ...
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
effektiv, effektive, effektivt, en effektiv
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
schopný, účinný, zdatný, dělný, efektivní, prospěšný, pohotový, vhodný, účinné, účinná, ...
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sprawny, zdolny, dochodowy, wydolny, wydajny, skuteczny, operatywny, efektywny, efektywne
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
termelékeny, jutalmazó, hatékony, hatékonyabb, a hatékony, hatékonyan, eredményes
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
etkili, verimli, etkin, verimli bir, etkin bir
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
оперативний, продуктивний, вправний, ефективний, найефективніший, ефективніший
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
efikas, efikase, efektshme, të efektshme, efektive
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ефикасен, ефективно, ефективност, ефективна, ефективен
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
эфектыўны, эфэктыўны
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
tegev, tulutoov, tootlik, võimekas, tõhus, tõhusa, tõhusat, tõhusam, tõhusate
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
učinkovit, valjan, stvaran, spretan, djelotvoran, efikasan, učinkovita, učinkovito, učinkovitije
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
afkastamikill, duglegur, skilvirkari, skilvirk, skilvirka, skilvirkt
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
efficax, efficens
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
efektyvus, veiksminga, veiksmingas, veiksmingai, veiksmingą
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
efektīvs, iedarbīgs, efektīva, efektīvu, efektīvi, efektīvas
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ефикасно, ефикасен, ефикасна, ефикасни, ефикасното
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
eficace, eficient, eficientă, eficiente, de eficiente, eficienta
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
učinkovit, učinkovite, učinkovita, učinkovito, učinkoviti
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
účinný, výkonný, zdatný, efektívne, efektívna, efektívny, efektívnu, účinné
Τυχαίες λέξεις