Vyšlehnout στα ελληνικά

Μετάφραση: vyšlehnout, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεπετάγομαι, εξάπτομαι, φουντώνουν, αναζωπυρωθούν, παρουσιάζει εξάρσεις κατά, να παρατηρηθεί έξαρση
Vyšlehnout στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • dojetí στα ελληνικά - συναίσθημα, συγκίνηση, το συναίσθημα, συναισθήματα, συναισθήματος
  • instrumentál στα ελληνικά - instrumental, καθοριστικής, οργανική, ρόλο, καθοριστική
  • mamka στα ελληνικά - μάνα, μαμά, Η μαμά, mom, τη μαμά, η μητέρα
  • naleptávání στα ελληνικά - διάβρωση, χαλκογραφία, χάραξη, χάραξης, χαρακτική, χαράξεως
Τυχαίες λέξεις
Vyšlehnout στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεπετάγομαι, εξάπτομαι, φουντώνουν, αναζωπυρωθούν, παρουσιάζει εξάρσεις κατά, να παρατηρηθεί έξαρση