Vyrušovat στα ελληνικά

Μετάφραση: vyrušovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοτίζομαι, παρενοχλώ, ενοχλούμαι, ενοχλώ, κόπος, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί
Vyrušovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • fotograf στα ελληνικά - φωτογράφος, φωτογράφου, φωτογράφο
  • genialita στα ελληνικά - ιδιοφυία, μεγαλοφυία, ιδιοφυΐα, μεγαλοφυΐα, genius
  • klouzek στα ελληνικά - τάλκης, τάλκη, ταλκ, ο τάλκης, τάλκ
  • larva στα ελληνικά - κάμπια, προνύμφη, προνύμφης, προνύμφες, νύμφη
Τυχαίες λέξεις
Vyrušovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοτίζομαι, παρενοχλώ, ενοχλούμαι, ενοχλώ, κόπος, διαταράσσουν, διαταράξει, ενοχλούν, διαταράξουν, ενοχλεί