Λέξη: μπουκιά

Σχετικές λέξεις: μπουκιά

μπουκιά μπουκιά ιωαννινα, μπουκιά και συχώριο νεα ερυθραια, μπουκιά και συχώριο μαμαλάκης, μπουκιά μπουκιά, μπουκιά και συχώριο εστιατόριο, μπουκιά και συγχώριο εκπομπές, μπουκιά και συχώριο επεισόδια, μπουκιά και συχώριο συνταγες, μπουκιά και συχώριο delivery, μπουκιά και συχώριο

Συνώνυμα: μπουκιά

ανθοδέσμη, γουλιά, χαψιά

Μεταφράσεις: μπουκιά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
mouthful, bite, morsel, mouthful of, single bite
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bocanada, bocado, boca llena, finos, trago
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
mundvoll, Schluck, Bissen, Happen, Mund voll, Mund
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
morceau, gorgée, bouchée, bouche pleine, bouchées
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
boccone, boccata, sorso, bocca piena, insulti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
boca, foz, bocado, boca cheia, mouthful, gole, deve abocanhar
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
hap, mondvol, hele mondvol, mond vol, slok
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кусок, глоток, рот, полный рот
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
munnfull, mouthful, munn, munnen full
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
munsbit, munfull, mouthful, klunk, munnen full
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
suupala, mouthful, suupalan, suullinen, kulauksen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mundfuld, stor mundfuld
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kousek, sousto, polknutí, sousta, doušek, soustem
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
harmonijka, kęs, łyk, kąsek, kupa, mouthful
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
falat, falatot, korty, nyelet, falatnyi
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
lokma, ağız dolusu, mouthful, lâf, dolusu
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
хвалько, хвастун, оратор, ковток, глоток, горлянок
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kafshatë, gllabërim, një kafshatë, gllënjkë, çapë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хапка, глътка, пълна уста, на хапка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
глыток, глотак
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
suutäis, suutäie, suu täis, lonksu, suutäiest
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
parče, zalogaj, mala količina, puna usta
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
munnfylli
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kąsnis, pilna burna, burnelė, burnelę, gurkšnis
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kumoss, malks, glāzīte
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
хапка, залак
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
îmbucătură, gura, gură, gura plină, mouthful
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zalogaja, Košček, zalogaj, učlovek
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
sústo, kúsok

Στατιστικά δημοτικότητας: μπουκιά

Τυχαίες λέξεις