Zdvojnásobit στα ελληνικά
Μετάφραση: zdvojnásobit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- důvěrný στα ελληνικά - οικείος, αποπνιχτικός, ιδιαίτερος, κολλητός, ενδόμυχος, κοντά, στενός, ...
- federativní στα ελληνικά - ομοσπονδιακός, Ομοσπονδιακή, ομοσπονδιακό, ομοσπονδιακές, ομοσπονδιακής
- masturbace στα ελληνικά - αυνανισμός, αυνανισμό, αυνανισμού, ο αυνανισμός, masturbation
- modlitba στα ελληνικά - ικεσία, προσευχή, προσευχής, την προσευχή, η προσευχή, της προσευχής
Τυχαίες λέξεις
Zdvojnásobit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού
Μεταφράσεις: σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, διπλού