Λέξη: πειστήριο

Σχετικές λέξεις: πειστήριο

πειστήριο συνώνυμα

Συνώνυμα: πειστήριο

απόδειξη, δοκιμή, δοκίμιο, δοκιμασία, έλεγχος, έκθεμα

Μεταφράσεις: πειστήριο

πειστήριο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
proof, exhibit, testimony, evidentiary item

πειστήριο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prueba, probanza, exposición, exhibición, de exposiciones, exhiben, objeto expuesto

πειστήριο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
probe, korrekturfahne, korrekturbogen, bestätigung, zeugnis, nachweis, beweis, rechtsbeweis, probeabzug, zeigen, Ausstellungsstück, Ausstellungs, Ausstellung, weisen

πειστήριο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
justification, immunisé, argument, imperméabiliser, résistant, preuve, rustique, justificatif, correction, témoignage, validation, épreuve, démonstration, exposition, Exposer, Exposez, pièce, présentent

πειστήριο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prova, dimostrazione, mostra, esposizione, mostre, per mostre, Exhibit

πειστήριο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pronunciação, prova, exposição, exibição, exposições, exibem, para exposições

πειστήριο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
drukproef, adstructie, teken, bewijs, tentoonstellen, inzending, bewijsstuk, tentoonstelling, vertonen

πειστήριο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
улика, показатель, доказательство, совместить, недоступный, стойкий, гранка, корректура, пробирка, непроницаемый, выставка, экспонат, выставляется, проявляют, экспонатом

πειστήριο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bevis, utstillings, utstilling, utstillingen, utstillingsområde

πειστήριο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bevis, korrektur, utställning, uppvisar, utställnings, utställningssal, utställningen

πειστήριο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
todistusaineisto, oikolukea, todiste, näyttö, osoitus, näyttely, näyttelytila, näyttelyssä, näytteille, näyttelyn

πειστήριο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bevis, udstilling, exhibit, udstille, udviser, udstillingsområde

πειστήριο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
vzdorující, důkaz, odolný, korektura, pevný, exponát, výstava, vykazují, exponátem, vystavovat

πειστήριο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
udowodnienie, mocny, odporny, promil, dowód, wykazanie, korekta, uodpornić, uodporniać, wystawa, eksponat, wykazują, wystawy, eksponatem

πειστήριο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szeszfok, szesztartalom, tanújel, kiállítási tárgy, kiállítás, mutatnak, kiállítóterem, kiállítást

πειστήριο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
deneme, delil, kanıt, ispat, sergi, sergisi, sergiler, bir sergi, sergilerler

πειστήριο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вимови, виставка, виставку

πειστήριο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ekspozitë, Ekspozita, shfaqin, ekspozitë e, Ekspozita e

πειστήριο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
експонат, показват, изложба, проявяват

πειστήριο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
выстава, выстаўка

πειστήριο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
trükiproov, tõestus, eksponaat, väljapanek, näitusepind, näitus

πειστήριο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izgovor, izgovaranje, izložak, izložba, pokazuju, izložbeni, izlagati

πειστήριο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Sýningin, sýna, sýningarsvæði, sýning

πειστήριο στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
testimonium

πειστήριο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
įrodymas, eksponatas, paroda, metu Parodų, parodų, eksponatų

πειστήριο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
pierādījums, eksponāts, eksponēt, izstāde, izstādi, Ekspozīcijas

πειστήριο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
изложбата, изложба, експонат, покажуваат, изложба на

πειστήριο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
dovadă, exponat, prezintă, expozitie, expoziție, expune

πειστήριο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razstava, eksponat, razstavo, kažejo, kažeta

πειστήριο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
dôkaz, exponát, exhibit, vystavovať
Τυχαίες λέξεις