Zveličovat στα ελληνικά
Μετάφραση: zveličovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υπερβάλλω, παραλέω, μεγαλοποιώ, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν
Μεταφράσεις
- depo στα ελληνικά - σταθμός, αποθήκη, αποθήκης, τόπο, αποθέματος
- drcení στα ελληνικά - συντριπτικός, αλέθω, άλεσμα, άλεσης, τρόχισμα, grind
- nabídnout στα ελληνικά - δίνω, απόπειρα, υποστηρίζω, προτείνω, προσπάθεια, υποτάσσομαι, προσφορά, ...
- nevraživost στα ελληνικά - άχτι, μνησικακία, μίσος, έχθρα, εχθρότητα, εχθρότητας, η εχθρότητα
Τυχαίες λέξεις
Zveličovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υπερβάλλω, παραλέω, μεγαλοποιώ, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν
Μεταφράσεις: υπερβάλλω, παραλέω, μεγαλοποιώ, υπερβάλλουμε, υπερβάλλουν, υπερβάλλει, μεγαλοποιούν