Ajoittainen στα ελληνικά
Μετάφραση: ajoittainen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανώμαλος, ανώμαλο, σποραδικός, διαλείπων, διαλείπουσα, διακοπτόμενη, διαλείπουσας, διαλείπον
Μεταφράσεις
- ajoittaa στα ελληνικά - χρόνος, καιρός, προγραμματίζω, φορά, ώρα, πρόγραμμα, χουρμάς, ...
- ajoittain στα ελληνικά - κατά καιρούς, μερικές φορές, κατά περιόδους, φορές, ενίοτε
- ajojahti στα ελληνικά - ασχολία, παρακολούθηση, κυνηγώ, οπαδοί, επίτευγμα, ακολουθία, καταδίωξη, ...
- ajokaista στα ελληνικά - πάροδος, δρομάκι, λωρίδα, λωρίδας, λωρίδων, διάδρομος, λωρίδα κυκλοφορίας
Τυχαίες λέξεις
Ajoittainen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανώμαλος, ανώμαλο, σποραδικός, διαλείπων, διαλείπουσα, διακοπτόμενη, διαλείπουσας, διαλείπον
Μεταφράσεις: ανώμαλος, ανώμαλο, σποραδικός, διαλείπων, διαλείπουσα, διακοπτόμενη, διαλείπουσας, διαλείπον