Alhaiso στα ελληνικά
Μετάφραση: alhaiso, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χυδαίος, βάναυσος, πρόστυχος, ο όχλος, τον όχλο, του όχλου
Μεταφράσεις
- alhaalta στα ελληνικά - από κάτω, από τα κάτω, εκ των κάτω, από το κάτω, από το κάτω μέρος
- alhainen στα ελληνικά - αξιοκαταφρόνητος, άσχημος, ευτελής, συνηθισμένος, βάθρο, χαμηλός, αμοιβαίος, ...
- alho στα ελληνικά - κοιλάδα, Alho, Ο Alho
- ali στα ελληνικά - υπό, κάτω από, πλαίσιο, βάσει, στο πλαίσιο
Τυχαίες λέξεις
Alhaiso στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χυδαίος, βάναυσος, πρόστυχος, ο όχλος, τον όχλο, του όχλου
Μεταφράσεις: χυδαίος, βάναυσος, πρόστυχος, ο όχλος, τον όχλο, του όχλου