Λέξη: ήδη
Σχετικές λέξεις: ήδη
ήδη βάπτεται κάλαμος, ήδη υπάρχον, ήβη αδάμου, ήδη θα το κατάλαβες οι ιθάκες τι σημαίνουν, ήδη σας το είπα. είναι η βαρβαρότητα, ήδη ή είδη, ήδη θα το κατάλαβες η ιθάκες τι σημαίνουν, ήδη συνώνυμα, ήδη βάπτεται κάλαμος αποφάσεως παρά κριτών αδίκων, ήδη αρχαία
Συνώνυμα: ήδη
κιόλας, από τώρα
Μεταφράσεις: ήδη
ήδη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
already, already been, is already, been, are already
ήδη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ya, ya se, que ya
ήδη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bereits, schon, die bereits
ήδη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
déjà
ήδη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
già, gia
ήδη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
já, que já
ήδη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
al, alreeds, reeds, alweer, alvast, nu al, al een
ήδη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уже
ήδη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
allerede, alt, allerede er, allerede har, som allerede, som allerede er
ήδη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
redan, som redan, redan är, redan har
ήδη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
jo, on jo, jo nyt
ήδη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
allerede, allerede er, der allerede, der allerede er, allerede har
ήδη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
už, již
ήδη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
poprzednio, już, przedtem, juŜ, wlasnie, wcześniej, jeszcze
ήδη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
már, a már, már most, máris
ήδη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eyyam, zaten, önceden, şimdiden, halihazırda, çoktan
ήδη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вже, уже
ήδη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tashmë, pothuajse, tashmë të, tashmë e, tanimë, tashme
ήδη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вече, вече е, вече са, които вече, вече се
ήδη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
ужо, ўжо
ήδη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
juba, on juba, juba praegu, veel
ήδη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
već, je već, su već, vec, ve
ήδη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þegar, nú þegar, sem þegar, nú
ήδη στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
iam
ήδη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
jau, jau yra, dar, jau buvo
ήδη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jau, jau ir, kas jau
ήδη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
веќе, веќе се, веќе е, веќе го
ήδη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
deja
ήδη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
že, je že, so že, że
ήδη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
už, sa už
Στατιστικά δημοτικότητας: ήδη
Τυχαίες λέξεις