Asento στα ελληνικά

Μετάφραση: asento, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θέση, τόπος, κύρος, όρθιος, στάση, κορμοστασιά, συμπεριφορά, μέρος, τοποθεσία, τοποθετώ, θέσης, τη θέση, θέση του, η θέση
Asento στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asennus στα ελληνικά - εγκατάσταση, εγκατάστασης, την εγκατάσταση, τοποθέτηση, της εγκατάστασης
  • asentaa στα ελληνικά - εγκαθιδρύω, εγκαθιστώ, τοποθετώ, συναρμολογώ, εργοστάσιο, φυτό, συναθροίζω, ...
  • asepalvelus στα ελληνικά - συγκεντρώνομαι, στρατολογία, συγκεντρώνω, στρατιωτική θητεία, στρατιωτικής θητείας, τη στρατιωτική θητεία, της στρατιωτικής θητείας, ...
  • asessori στα ελληνικά - εκτιμητής, αξιολογητή, βαθμολογητή, αξιολογητής, βαθμολογητής
Τυχαίες λέξεις
Asento στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θέση, τόπος, κύρος, όρθιος, στάση, κορμοστασιά, συμπεριφορά, μέρος, τοποθεσία, τοποθετώ, θέσης, τη θέση, θέση του, η θέση