Όρθιος στα φινλανδικά
Μετάφραση: όρθιος, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
asento, pysty, asema, tinkimätön, pystyssä, maine, suora, seisominen, pystyasennossa, pystysuorassa, pystyyn, pystyasentoon
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: όρθιος
όρθιος αργαλειός, κάθομαι όρθιος, όρθιος άνθρωπος, όρθιος διαδηλωτής, όρθιοσ και μόνοσ σαν και πρώτα περιμένω, όρθιος λεξικό γλώσσας φινλανδικά, όρθιος στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- όργιο στα φινλανδικά - hälinä, juopotella, metakka, irstailu, mellakka, äläkkä, vimma, ...
- όρεξη στα φινλανδικά - ruokahalu, ruokahalua, ruokahalun, appetite, ruokahaluttomuus
- όριο στα φινλανδικά - syrjä, reuna, ääri, raja, rajan, rajaa, rajoittaa
- όρκος στα φινλανδικά - vala, kirous, pyhittää, kirota, noitua, vannoa, oath, ...
Τυχαίες λέξεις
Όρθιος στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: asento, pysty, asema, tinkimätön, pystyssä, maine, suora, seisominen, pystyasennossa, pystysuorassa, pystyyn, pystyasentoon
Μεταφράσεις: asento, pysty, asema, tinkimätön, pystyssä, maine, suora, seisominen, pystyasennossa, pystysuorassa, pystyyn, pystyasentoon