Asuminen στα ελληνικά

Μετάφραση: asuminen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στέγαση, στεγαστικός, κατοικία, διαμονή, διαμονής, κατοικίας, παραμονής
Asuminen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asukki στα ελληνικά - κάτοικος, τρόφιμος, έγκλειστος, κρατούμενος, κρατούμενο, κρατουμένου
  • asumaton στα ελληνικά - άδειος, κενός, άστατος, ακατοίκητος, ακατοίκητο, ακατοίκητα, ακατοίκητη, ...
  • asumus στα ελληνικά - στέγαση, στεγαστικός, κατοικία, σπίτι, κατάλυμα, κατοικίας, οικιστικές, ...
  • asunto στα ελληνικά - κατάλυμα, σπίτι, τοποθετώ, κατοικία, στέγαση, διαμέρισμα, τόπος, ...
Τυχαίες λέξεις
Asuminen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στέγαση, στεγαστικός, κατοικία, διαμονή, διαμονής, κατοικίας, παραμονής