Ele στα ελληνικά

Μετάφραση: ele, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χειρονομώ, γνέφω, ένδειξη, έκφραση, χειρονομία, κίνηση, χειρονομίας, χειρονομία που
Ele στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • elanto στα ελληνικά - στήριγμα, απασχόληση, υποστήριγμα, κατακρατώ, βοήθεια, συμπαράσταση, εξακολουθώ, ...
  • elatus στα ελληνικά - συμπαράσταση, βοήθεια, στήριγμα, ψωμί, υποστήριγμα, φροντίδα, κρατώ, ...
  • eleetön στα ελληνικά - μετριόφρονας, μαζεμένος, απλός, άτεχνος, σεμνός, διακριτικός, διακριτική, ...
  • elefantti στα ελληνικά - ελέφαντας, ελέφαντα, ελεφάντων, ελέφαντες, του ελέφαντα
Τυχαίες λέξεις
Ele στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χειρονομώ, γνέφω, ένδειξη, έκφραση, χειρονομία, κίνηση, χειρονομίας, χειρονομία που