Λέξη: αντίσωμα

Σχετικές λέξεις: αντίσωμα

αντίσωμα s ηπατίτιδας β, αντίσωμα κατά θυρεοσφαιρίνης, αντίσωμα hiv, αντίσωμα ερυθράσ igg, αντίσωμα cytomegalovirus igg, αντίσωμα θυρ. υπεροξειδάσης, αντίσωμα wiki, αντίσωμα igg, αντίσωμα cytomegalovirus, αντίσωμα ερυθράς

Μεταφράσεις: αντίσωμα

αντίσωμα στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
antibody, antibody is, an antibody, antibody was

αντίσωμα στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anticuerpo, anticuerpos, de anticuerpos, de anticuerpo, el anticuerpo

αντίσωμα στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
abwehrstoff, gegenkörper, immunkörper, antikörper, Antikörper, Antikörpers

αντίσωμα στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
anticorps, antibody, l'anticorps, un anticorps, d'anticorps

αντίσωμα στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
anticorpo, anticorpi, anticorpale, di anticorpi, degli anticorpi

αντίσωμα στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
anticorpo, anticorpos, de anticorpo, de anticorpos, anticorpo de

αντίσωμα στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
antilichaam, antilichamen, antistof, antilichaam dat

αντίσωμα στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
антивещество, антитело, антитела, антител, антителом

αντίσωμα στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
antistoff, antistoffet, antistoffer

αντίσωμα στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
antikropp, antikroppen, antikropps, antikroppar

αντίσωμα στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
vasta-aine

αντίσωμα στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
antistof, antistoffet

αντίσωμα στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
protilátka, protilátky, protilátkou, protilátek, protilátku

αντίσωμα στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przeciwciało, przeciwciała, przeciwciał, przeciwciałem

αντίσωμα στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ellenanyag, antitest, antitestet, antitesttel, ellenanyagot

αντίσωμα στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
antikor, antikoru, antikorun, bir antikor

αντίσωμα στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
антитіло, антитіла, антитіл, антитілом, антитело

αντίσωμα στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kundërtrup, antitrup, Antitrupi, antitrupave, antitrupa

αντίσωμα στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
антитяло, антитела, антитялото, на антитяло

αντίσωμα στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
антыцелы, антыцела

αντίσωμα στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
antikeha, antikehaga, antikehade

αντίσωμα στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
antitijelo, protutijelo, antitijela, protutijela

αντίσωμα στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mótefni, mótefnið, mótefna, mótefni sem, mótefnis

αντίσωμα στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
antikūnis, antikūno, antikūnas, antikūnų, antikūnai

αντίσωμα στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
antiviela, antivielu, antivielas, antivielām

αντίσωμα στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
антитела, антителата, антитело, на антитела, антителото

αντίσωμα στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
anticorpi, anticorp, de anticorpi, de anticorp, anticorpului

αντίσωμα στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
protitelesa, protitelo, protiteles

αντίσωμα στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
protilátka, protilátky
Τυχαίες λέξεις