Elintarvikemyymälä στα ελληνικά
Μετάφραση: elintarvikemyymälä, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγορά, παντοπωλείο, μπακάλικο, μανάβικο, κατάστημα παντοπωλείων, σούπερ μάρκετ
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elinpiiri στα ελληνικά - έδαφος, κύκλωμα, το κύκλωμα, κυκλώματος, κυκλωμάτων, του κυκλώματος
- elintarvike στα ελληνικά - τροφή, φαγητό, τρόφιμο, τροφίμου, τρόφιμα, διατροφής, τροφίμων
- elintärkeä στα ελληνικά - ουσιώδης, ζωτικός, ζωτικής σημασίας, ζωτικό, ζωτική, ζωτικής
- elinvoima στα ελληνικά - ζωτικότητα, σθένος, σφρίγος, ευρωστία, δυναμισμό, αποφασιστικότητα
Τυχαίες λέξεις
Elintarvikemyymälä στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγορά, παντοπωλείο, μπακάλικο, μανάβικο, κατάστημα παντοπωλείων, σούπερ μάρκετ
Μεταφράσεις: αγορά, παντοπωλείο, μπακάλικο, μανάβικο, κατάστημα παντοπωλείων, σούπερ μάρκετ