Ensiluokkainen στα ελληνικά
Μετάφραση: ensiluokkainen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξαίσιος, άριστος, πρώτης κατηγορίας, πρώτης τάξεως, πρώτης τάξης, πρώτης θέσης, πρώτη θέση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- ensikertalainen στα ελληνικά - ατζαμής, αρχάριος, μυώ, εγκαινιάζω, ξεκινώ, πρώτος, πρώτη, ...
- ensiksi στα ελληνικά - πρώτος, κυρίως, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
- ensimmäinen στα ελληνικά - πρώτος, πρεμιέρα, πρώτα, πρώτη, πρώτο, πρώτου
- ensinnäkin στα ελληνικά - στην πρώτη, στο πρώτο, το πρώτο, κατά το πρώτο, του πρώτου
Τυχαίες λέξεις
Ensiluokkainen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξαίσιος, άριστος, πρώτης κατηγορίας, πρώτης τάξεως, πρώτης τάξης, πρώτης θέσης, πρώτη θέση
Μεταφράσεις: εξαίσιος, άριστος, πρώτης κατηγορίας, πρώτης τάξεως, πρώτης τάξης, πρώτης θέσης, πρώτη θέση