Λέξη: απαρχαιωμένος
Σχετικές λέξεις: απαρχαιωμένος
απαρχαιωμένος συνώνυμα, απαρχαιωμένος συνώνυμο
Μεταφράσεις: απαρχαιωμένος
απαρχαιωμένος στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
archaic, antiquated, obsolete, outdated, fashioned
απαρχαιωμένος στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
anticuado, arcaico, obsoleta, anticuada, obsoleto, outdated
απαρχαιωμένος στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
veraltet, obsolet, altmodisch, archaisch, verbraucht, altertümlich, überholt, veraltete, veralteten, holt
απαρχαιωμένος στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
antique, rudimentaire, vieilli, démodé, vieillot, vétuste, vieux, suranné, obsolète, archaïque, périmé, désuet, dépassé, pas à jour, jour
απαρχαιωμένος στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antiquato, arcaico, non é piú attuale, é piú attuale, obsoleto, obsolete
απαρχαιωμένος στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
arcaico, desatualizado, desatualizados, ultrapassada, desatualizada, outdated
απαρχαιωμένος στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
archaïsch, verouderd, achterhaald, verouderde, achterhaalde, gedateerd
απαρχαιωμένος στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
старомодный, обветшалый, устаревший, атрофированный, ветхозаветный, застарелый, изношенный, допотопный, архаический, отживший, несовременный, устарелый, неупотребительный, устарели, устарела, устарел, устаревшей
απαρχαιωμένος στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
utdatert, foreldet, utdaterte, gammel
απαρχαιωμένος στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
föråldrad, föråldrade, gammal, omodern, föråldrat
απαρχαιωμένος στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
antiikkinen, muinainen, entisajan, vanhentunut, ikivanha, vanhentunutta, vanhentuneita, vanhentuneet, liian vanha
απαρχαιωμένος στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
forældet, forældede, utidssvarende
απαρχαιωμένος στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakrnělý, starobylý, staromódní, archaický, nemoderní, starý, zastaralý, zastaralé, zastaralá, neaktuální
απαρχαιωμένος στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przedpotopowy, archaiczny, nieaktualny, szczątkowy, staroświecki, przestarzały, przestarzałe, nieaktualne, przestarzała, nieaktualna
απαρχαιωμένος στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ódon, idejétmúlt, elavult, az elavult, elavultak, korszerűtlen
απαρχαιωμένος στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
eskimiş, modası geçmiş, eski, süresi dolduğundan, güncel olmayan
απαρχαιωμένος στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
невживаний, старомодний, ветхий, зношений, застарілий, архаїчний, атрофований, застаріла
απαρχαιωμένος στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i vjetruar, vjetëruar, vjetëruara, të vjetëruara, i vjetëruar
απαρχαιωμένος στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
остарял, остаряла, остарели, остарялата, остаряло
απαρχαιωμένος στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
стары, састарэлы, састарэўшы, састарэлую
απαρχαιωμένος στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
arhailine, vanamoeline, vananenud, aegunud, iganenud, Outdated, aegunenud
απαρχαιωμένος στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
starinski, staromodan, rudimentaran, arhaizmi, arhaičan, istrošen, zastario, zastarjeli, zastarjela, zastarjele, zastarjelo
απαρχαιωμένος στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gamaldags, úrelt, úreltar, úreltur, úrelta
απαρχαιωμένος στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
pasenęs, pasenusi, pasenę, pasenusios, paseno
απαρχαιωμένος στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
novecojis, novecojusi, novecojuši, novecojušas, novecojušu
απαρχαιωμένος στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
застарена, застарени, застарен, застарената, застарените
απαρχαιωμένος στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
depășit, depășite, învechite, depășită, învechit
απαρχαιωμένος στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
zastarel, zastarela, zastareli, zastarele, zastarelo
απαρχαιωμένος στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
archaický, starobylý, zastaraný, zastaralý, neaktuálny, zastarané, prekonaný
Τυχαίες λέξεις