Ero στα ελληνικά
Μετάφραση: ero, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απόκλιση, ασυμφωνία, εγκαρτέρηση, παραίτηση, κενό, χωρίστρα, διαφορά, αναχώρηση, αποστράτευση, χωρισμός, διαζύγιο, χάσμα, διαφοράς, διαφορετική, διαφορές, τη διαφορά
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eriö στα ελληνικά - θάλαμος, θαλαμίσκος, πάγκος, καμπίνα, παράπηγμα, ERIO
- erkaantua στα ελληνικά - μερίδιο, υποκατάστημα, χωρίζω, κλαδί, κλάδος, αποκλίνω, αποκλίνουν, ...
- eroaminen στα ελληνικά - παραιτούμαι, αποχαιρετισμός, χωρίστρα, παρατάω, διαχωρισμός, φεύγω, χωρισμός, ...
- eroavuus στα ελληνικά - διαφορά, διαφοράς, διαφορετική, διαφορές, τη διαφορά
Τυχαίες λέξεις
Ero στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απόκλιση, ασυμφωνία, εγκαρτέρηση, παραίτηση, κενό, χωρίστρα, διαφορά, αναχώρηση, αποστράτευση, χωρισμός, διαζύγιο, χάσμα, διαφοράς, διαφορετική, διαφορές, τη διαφορά
Μεταφράσεις: απόκλιση, ασυμφωνία, εγκαρτέρηση, παραίτηση, κενό, χωρίστρα, διαφορά, αναχώρηση, αποστράτευση, χωρισμός, διαζύγιο, χάσμα, διαφοράς, διαφορετική, διαφορές, τη διαφορά